Σαν σήμερα, 2 Σεπτεμβρίου 1984, έφυγε από τη ζωή ο Μάνος Κατράκης.
«Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντροφε Μάνο εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον ψηλορείτη…»
Κάθε φορά που θέλει κάποιος να μιλήσει για τον Μάνο Κατράκη , αυτοί οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου έρχονται να διεκδικήσουν την πρώτη θέση για να μνημονεύσουν τον άνθρωπο, τον αγωνιστή και καλλιτέχνη, που βρίσκεται στην καρδιά και στη μνήμη μας, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που έφυγε (2/9/1984).
Αυτά τα λόγια του Ρίτσου ήταν το δώρο του για τον εορτασμό των 50 χρόνων στο Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με τον οποίο μοιράστηκαν τις κακουχίες της εξορίας, ενώ στη συνέχεια βρέθηκαν πλάι – πλάι στους αγώνες για την ειρήνη και το σοσιαλισμό, χτίζοντας έτσι μια βαθιά φιλία.
Ο Μάνος Κατράκης, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας “Ταξίδι στα Κύθηρα”, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίουτου 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
Ο Μάνος Κατράκης από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας.
Ο σπουδαίος ηθοποιός, συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειροτου Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Κάτι που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα το 1941, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Ήταν ο πιο δύσκολος χειμώνας της γερμανικής Κατοχής.
Η πείνα θέρισε τους Αθηναίους, που έψαχναν φαγητό στα σκουπίδια και πέθαιναν καθημερινά στους δρόμους της πόλης. Η οικογένεια του Μάνου Κατράκη αντιμετώπισε τις ίδιες δυσκολίες.
Ο Κατράκης φρόντιζε και τη μητέρα του που αγαπούσε πολύ Ο ηθοποιός όμως, παρά τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, παντρεύτηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Τα πράγματα όλο και δυσκόλευαν και ο Κατράκης, όπως χιλιάδες πολίτες, αναγκάστηκε να πουλήσει ακόμα και τα ρούχα του προκειμένου να εξασφαλίσει λίγο φαγητό. Ο ίδιος αναφέρει στη βιογραφία του. «Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας.
Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο.
Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς; Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου. Κι όταν γύρισα φυσικά παντρευτήκαμε κάποια στιγμή, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε.
Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα. Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα; Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών.
Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ. Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν.
Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω. Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει: -κύριε Κατράκη το πουλάτε; – το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω. – Θέλετε να έρθετε μαζί μου; Από την ταινία Μαρίνος Κονταράς του 1948 Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες.
Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη; – είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου. Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι. Δεν το ήθελε για τον εαυτό του. Αυτός ήτανε ράφτης και το ήθελε για κάποιον πελάτη του. Στη λέσχη αυτή παίζανε «31».
Ξέρεις η Ελλάδα είχε γεμίσει τυχερά παιχνίδια την εποχή εκείνη. Όλα τα ψαρομάγαζα, όλες οι αγορές παντού, όπου σύχναζε ο φτωχόκοσμος ήτανε γεμάτα ρουλέτες και «31». Με κρατάνε που λες στη λέσχη και με βάζουνε να παίξω. Κέρδισα την πρώτη μέρα. Μετά σηκώθηκα πήγα σπίτι μου με το παραδάκι στην τσέπη.
Γλυκάθηκα όμως, ξαναπήγα και κόλλησα κι εγώ στη λέσχη, όπως καταλαβαίνεις, αλλά μάλλον μου τα έτρωγε, παρά κέρδιζα. Εκεί πέρα, αλλά και σε όλες τις λέσχες της εποχής, σύχναζαν κάθε είδους άνθρωποι. Μαυραγορίτες, προδότες, καταδότες, άνθρωποι της αντίστασης που εκτελούσαν κάποια αποστολή, άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι που όλες τους τις ελπίδες τις είχαν αφημένες στη θεά τύχη.
Ακόμα και Γερμανοί μπαίνανε. Μια και η λέσχη δε με σήκωνε, άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα ενίσχυα τον μισθό μου που, όπως σου είπα άντε να έφτανε για ένα πιάτο φαΐ. Και τη βρήκα. Ο Μάνος Κατράκης βρέθηκε να πουλάει ψάρια για τέσσερις μήνες….
Αδάμαστος και ευαίσθητος
Η ζωή του αρχίζει από το Καστέλι Κισσάμου, όπου ξαναγύριζε όποτε μπορούσε για να ξαναθυμηθεί τον πατέρα του, Χαράλαμπο, από τον οποίο ορφάνεψε νωρίς, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του και την κυρα-Ειρήνη, τη μάνα του, που τη λάτρευε και της έμοιαζε όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στον πεισματικό χαρακτήρα και την αδάμαστη ψυχή.
Ως δείγμα του χαρακτήρα και των δύο, θυμίζουμε τον καταγεγραμμένο διάλογο με τη μητέρα του.
Η κυρα-Ειρήνη, όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε με τον εγκλεισμό του παιδιού της. Σε μια συνάντησή τους στην εξορία, ο Κατράκης δοκίμασε την ψυχική αντοχή της μάνας του:
-«Τι είναι Μανόλη;» -«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;» -«Πώς θα ‘ρθεις;» -«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»- «Ιντα να υπογράψεις;» -«Δήλωση» -«Ιντα δήλωση;» -«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…» -«Και δεν είσαι;» -«Είμαι» -«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».
«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής»
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό Θέατρο για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος ο Μάνος Κατράκης , είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: «Γονάτισε Κατράκη » – του έλεγαν – «αλλιώς θα πεθάνεις». «Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». «Τι παριστάνεις, ρε;» – συνέχιζαν – «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «…όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».
Οι ιδέες, η ειλικρίνεια, το ανυπότακτο του χαρακτήρα, η ανθρώπινη και κοινωνική ευαισθησία, η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, αλλά και η κρητική ποιητική φύση του Κατράκη αντανακλώνται και σε ποιήματά του, τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο και που έμειναν μια προσωπική υπόθεση που μοιράστηκε μόνο με τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους και όχι με το αναγνωστικό κοινό κάποιας έκδοσης. Μέσα από αυτά τα ποιήματα φαίνεται πως στην ψυχή του ζει πάντα η ελπίδα για τον καινούργιο κόσμο: «Στ’ ακροθαλάσσι του Αϊ-Στράτη/ κρυφά από του Θεού το μάτι/ Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν/ καινούριο κόσμο ετοιμάζουν».
Οι δυσκολίες της εξορίας, τα βασανιστήρια, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους δοκιμαζόμενους συναγωνιστές καταγράφονται από τον Κατράκη με ποιητικό τρόπο:
«Κείνο το βράδυ στη χαράδρα…/ Δεν το ξεχνάω φίλε/ Είχανε σπάσει δυο μπαμπού/ στα κόκαλά μου…/ Η ανανδρία θυμάμαι/ τα ‘βαλε με τη λεβεντιά/ κείνο το βράδυ/ Μα το νεράκι πού το βρήκες/ σύντροφέ μου;/ Τώρα που πέρασαν οι πόνοι/ σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό/ να σεργιανάς/ Κι είπα να σου ‘δινα το χέρι/ για να ξοφλήσω τη δροσιά/ κείνης της νύχτας/ Μα το νεράκι πώς το βρήκες/ το νεράκι/ σ’ εκείνο τ’ άνυδρο το ρέμα».
«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».
Με τη γλώσσα της καρδιάς
Ο Μάνος Κατράκης που στη διάρκεια της ζωής του στην Ελλάδα πληγώνεται, βασανίζεται, καταδιώκεται, εξορίζεται έρχεται όμως και ο καιρός που τιμάται, όχι μόνο με πολιτειακές και κοινωνικές διακρίσεις εντός της χώρας του, αλλά και του εξωτερικού.
Το Μάρτη του 1981 διοργανώνεται στο Παρίσι τιμητική εκδήλωση από τον σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη. Στην εναρκτήρια βραδιά της εκδήλωσης ο Μάνος Κατράκης απευθύνεται στους παρευρισκόμενους με τη γλώσσα της καρδιάς όπως έκανε πάντα:
«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά. Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου. Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας. Σας ευχαριστώ.
Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ’ αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού. Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά. Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου. Το αξίζει. Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ηθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου»…
Πηγή: Ριζοσπάστης – Του πρέπουν «αψηλόκορφοι ύμνοι»… (Σοφία Αδαμίδου)